(από τον Γ. Α. Πλατσάκη)

Για κάποιο λόγο ο ελληνικός καφές,  θυμίζει καλοκαίρι. Όχι αυτό το καυτό καλοκαίρι του Ιουλίου, αλλά ούτε αυτό του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου. Το καλοκαίρι που κρύβεται καλά μέσα στον Ιανουάριο ή τον Μάρτιο και που έρχεται παρέα με τον ζωοδότη Ήλιο να σου χαρίσει χαμόγελο, παιχνίδι, αρκετό ιδρώτα και σίγουρα μερικές πληγές στα γόνατα.
Παίζεις ποδόσφαιρο με τους φίλους σου στην αυλή. Ο Τάσος, ο γιος της κυρά Ντίνας από απέναντι, κλωτσάει τόσο δυνατά την μπάλα που είναι αδύνατον να την αποκρούσεις. Το ξέρεις πως η μπάλα κατευθύνεται με μανία στο cult σιδερένιο και σε κάποια σημεία σκουριασμένο τραπεζάκι που θυμίζει παλιό καφενείο. Το είχε δώσει στον παππού ο κυρ-Κώστας που είχε το καφενείο όταν βγήκε στη σύνταξη και το έκλεισε. Του είχε δώσει μαζί και δύο καρέκλες. Αυτές τις ξύλινες με την ξεφτισμένη ψάθα από κάτω. Μία για να κάθεται και μία για να βάζει το πόδι του έτσι λεβέντικα που καθόταν. Πίσω στην μπάλα που κυνηγάει το τραπέζι σαν λυσσασμένη. Κάνεις ένα άλμα για να την αποκρούσεις… ή μάλλον για να πείσεις τον παππού ότι προσπάθησες να την αποκρούσεις! Και τι κατάφερες…; Έναν ματωμένο αγκώνα… έναν που δεν είναι ματωμένος αλλά πονάει πολύ, κι ένα γόνατο που θα κάνει τη μαμά να ουρλιάζει! Ο παππούς έφτιαχνε τόσο ευλαβικά τον καφέ του όση ώρα παίζαμε. Νόμιζες ότι του έπαιρνε ώρες. Παρόλο που δεν έριχνε ούτε μια ματιά στην αυλή ήξερε ότι όλα είναι καλά από τους ήχους και τις φωνές μας. Είμαι σίγουρος πως τις άκουγε σαν μέσα από σπηλιά από την υπερβολική συγκέντρωση στην παρασκευή του αγαπημένου του καφέ. Εμείς από την άλλη ξέραμε ότι είναι εκεί από την έντονη μυρωδιά του ελληνικού.
Μόλις τον έχει ακουμπήσει στο τραπεζάκι κι έχει κάτσει να απολαύσει την πρώτη γουλιά. Ξανασηκώθηκε να φέρει ένα ποτήρι δροσερό νερό. Πάντα το ξεχνούσε κι επέστρεφε στην κουζίνα για να το φέρει. Δεν το έπινε ποτέ… ήθελε όμως να είναι εκεί. Φυσικά, το σουτ του Τάσου σημάδεψε άριστα το τραπεζάκι και σκόρπισε τον καυτό καφέ, το φλυτζανάκι και το πιατάκι παντού σε χίλια κομμάτια. Ο Τάσος με το τρομαγμένο ύφος κι εγώ με τους διαλυμένους αγκώνες περιμένουμε τα χειρότερα… Δεν ξέρω γιατί αλλά τα περιμέναμε. Ο παππούς ψύχραιμος με το νερό στο χέρι να μας καμαρώνει με τα σχιστά γυαλιστερά Χανιώτικα μάτια του μας χαμογελά και μας λέει γεμάτος ενθουσιασμό με την βαριά γλυκιά φωνή του και την νότια προφορά του:
«Δε πειράζει αντράκια μου… Θα σιάξουμε άλλο!!

Θέλεις να μοιραστείς μαζί μας την #coffee story σου;

Στείλε email στο info@daddycook.gr απαντώντας μια από τις δύο ( ή και τις δύο!) ερωτήσεις & στείλε μας μια φωτογραφία της αγαπημένης σου κούπας και θα το αναρτήσουμε στο blog !

  1. Ελληνικός καφές. Περιέγραψε μας τις εικόνες, ιστορίες που σου έρχονται στο νου από την παιδική σου ηλικία
  2. Η λέξη «καφές»: που σε ταξιδεύει

* Στείλε μας μια φωτογραφία από την αγαπημένη σου κούπα καφέ!